-
1 σφάγιον
σφᾰγ-ιον, τό,A victim, offering,σφάγιον ἔθετο ματέρα E.Or. 842
(lyr.);σὴν παῖδ' Ἀχιλεῖ σ. θέσθαι Id.Hec. 109
(anap.); διδόναι τύμβῳ ς. ib. 119 (anap.); : mostly in pl., ;τὰ σ. ἐγίνετο καλά Hdt.6.112
, cf. A.Th. 379, X. An.1.8.15;οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σ. χρηστά Hdt.9.61
, cf. 62; τὰ σ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ib.45; τῶν σ. οὐ γινομένων (without any Adj.) not proving favourable, ib.61; σ. ἔρδειν, τέμνειν, A.Th. 230, E.Supp. 1196;προφέρειν Th.6.69
;ἅπτεσθαι τῶν ς Antipho 5.12
; τὰ σ. δέξαι, addressed to a goddess, Ar.Lys. 204.2 in E. also, slaughter, sacrifice,δοῦλα σφάγια Hec. 135
(anap.);σφάγια τέκνων Or. 815
(lyr.), cf. 658.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάγιον
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский